Στις πολύ ενδιαφέρουσες
επισημάνσεις του Δημήτρη Χρυσαφίδη, για το μέλλον της χώρας μας («plan E»),
πριν συγκεκριμενοποιήσουμε το τι ακριβώς ζητάμε, παίρνω αφορμή ενός ευρύτερου
προβληματισμού, μέσα από την περιβόητη δημοφιλία του Τσίπρα.
Μερικοί το αποδίδουν στις κομματικές και πολιτικές του ικανότητες. Στην έξυπνη και διπλωματική του συμπεριφορά, να φεύγει διά της πλαγίας από τα δύσκολα, μεταθέτοντας τα βάρη των επιλογών του στη λαϊκή συμπαράσταση.
Άλλοι πάλι λένε ότι κάνει περίπατο, γιατί δεν έχει αντιπάλους. Μερικοί ακόμη πιστεύουν ότι τον ευνοούν οι διεθνείς συνθήκες, που τον θυματοποιούν. Η υπουργός του Φωτίου αναφέρει ότι τέτοιοι χαρισματικοί ηγέτες βγαίνουν κάθε 100 χρόνια.
Πέρα όμως απ’ όλο αυτό το αλμανάκ των εντυπώσεων και συλλογισμών υπάρχει κάτι ουσιαστικότερο, που μπορεί να παίξει ρόλο και ν’ αποδείξει ότι τελικά μεγαλύτερη αποδοτικότητα μπορεί να προσφέρει η πάλη των γενεών από την πάλη των τάξεων. Δηλαδή οι ηλικιακές συνιστώσες, εναντίον των οικονομικών διαχωρισμών, που φτιάχνονται από την παλέτα των θέσεων, μέσα στον τρόπο παραγωγής.
Από πρώτη ματιά αυτό φαίνεται ασύνδετο κι έξω από την κλασική μαρξιστική ανάλυση της πολιτικής οικονομίας, αλλά και από την ιστορία των κομματικών αποτυπωμάτων. Δηλαδή απ’ όλα εκείνα που μάθαμε, ότι τα κόμματα διαχρονικώς είναι διαηλικιακές συναθροίσεις, στη βάση των κοινών ιδεολογικών αντιλήψεων.
Προσεγγίζοντας όμως προσεκτικά τα στοιχεία παρατηρούμε ότι υπάρχουν γενιές που αναλώθηκαν στις καταστροφές, γενιές που έπλασαν οράματα, γενιές που δημιούργησαν πλούτο και σφετερίστηκαν αυτόν και γενιές που στη συνέχεια συνηθισμένες στην ευμάρεια αντιτάχθηκαν σθεναρά σε όλα εκείνα τα δεδομένα, που ερχόμενα ορμητικά, αμφισβήτησαν το κυρίαρχο μοντέλο ζωής. Κι έτσι αντί για εργάτες και καπιταλιστές, μιλάμε για τη γενιά του ’30, την μεταπολεμική γενιά, τη γενιά της αμφισβήτησης και οικολογίας και τώρα τη γενιά που καταλαμβάνει σ’ όλο τον κόσμο πλατείες, μιλώντας εναντίον της ολιγαρχίας των τραπεζών και της λιτότητας, τη γενιά που δεν κατεβαίνει να ψηφίσει, αλλά που εναντιώνεται σε όλα εκείνα που την πλήττουν, με πρώτη την ανεργία.
Παρατηρώντας τις διάφορες έρευνες που έγιναν στην Ευρώπη με βάση τις ευρωεκλογές του 2009 και τη συμμετοχή σ’ αυτές, παρατηρούμε αυτά τα συγκεκριμένα φαινόμενα. Δηλαδή την εν γένει κομματική αδιαφορία, την απέχθεια στην πολιτική συμμετοχή (από τους 20ρηδες), αλλά και τη ριζοσπαστικοποίηση των συνθημάτων τους, βλέποντας ότι οι αμέσως προηγούμενες γενιές τους τρώνε το ψωμί τους (και το μέλλον τους), με όλη τούτη τη λιτότητα που αποδέχονται ή έχουν επιβάλει, για να συγκρατήσουν τα οικονομικά κέρδη τους, που αποκόμισαν από το παρελθόν.
Με δυο λόγια ο Τσίπρας μέσω του δημοψηφίσματος, κέρδισε καινούργια πελατεία. Τους νέους που μπορεί στις εθνικές εκλογές να μην ψήφισαν το Σύριζα, αλλά ήταν έτοιμοι να πουν «όχι» στη μονοφαγιά των Ευρωπαίων και στο οικονομικό χάσμα στην Ελλάδα. Δηλαδή από την μια, ανάμεσα στους «προνομιούχους» μισθωτούς (που έχουν ακόμη δουλειά) και στους συνταξιούχους που πρόλαβαν και πήραν σύνταξη κι εφάπαξ (χάρηκαν την ευημερία των προηγούμενων χρόνων) και από την άλλη στους νεότερους, που γι’ αυτούς το σήμερα και το αύριο (ακόμη κι ως λέξη) η σύνταξη ή η κοινωνική αρωγή, είναι πλέον άγνωστες λέξεις. Μήπως λοιπόν ο Τσίπρας είναι στα όρια των 40άρηδων που έχουν από πάνω τους συμπατριώτες του πρώην καλού ευρώ κι από κάτω τους σκλαβωμένους του κακού ευρώ; Μήπως λοιπόν τσιμπάει δημοσκοπικά κι από τους δύο;
Και το δικό μας διά ταύτα έρχεται επί της ουσίας. Πώς μπορείς να κάνεις αυτό το νέο κόσμο μια κινητήρια δύναμη προς τις ανατροπές, αλλά με οικολογικό πρόσημο; Υπάρχει ένα πλάνο από του Οικολόγους, για να φέρουν κοντά τους αδιάφορους ή απλώς η πολιτική οικολογία γερνάει δυστυχώς με τους πολιτικάντηδες του χώρου, που δεν έμαθαν να χάνουν τις κομματικές και θεσμικές θεσούλες τους; Μήπως δηλαδή η μη ανανέωση των προσώπων έχει σχέση και με τη μη ανανέωση των αντιλήψεων;
Μερικοί το αποδίδουν στις κομματικές και πολιτικές του ικανότητες. Στην έξυπνη και διπλωματική του συμπεριφορά, να φεύγει διά της πλαγίας από τα δύσκολα, μεταθέτοντας τα βάρη των επιλογών του στη λαϊκή συμπαράσταση.
Άλλοι πάλι λένε ότι κάνει περίπατο, γιατί δεν έχει αντιπάλους. Μερικοί ακόμη πιστεύουν ότι τον ευνοούν οι διεθνείς συνθήκες, που τον θυματοποιούν. Η υπουργός του Φωτίου αναφέρει ότι τέτοιοι χαρισματικοί ηγέτες βγαίνουν κάθε 100 χρόνια.
Πέρα όμως απ’ όλο αυτό το αλμανάκ των εντυπώσεων και συλλογισμών υπάρχει κάτι ουσιαστικότερο, που μπορεί να παίξει ρόλο και ν’ αποδείξει ότι τελικά μεγαλύτερη αποδοτικότητα μπορεί να προσφέρει η πάλη των γενεών από την πάλη των τάξεων. Δηλαδή οι ηλικιακές συνιστώσες, εναντίον των οικονομικών διαχωρισμών, που φτιάχνονται από την παλέτα των θέσεων, μέσα στον τρόπο παραγωγής.
Από πρώτη ματιά αυτό φαίνεται ασύνδετο κι έξω από την κλασική μαρξιστική ανάλυση της πολιτικής οικονομίας, αλλά και από την ιστορία των κομματικών αποτυπωμάτων. Δηλαδή απ’ όλα εκείνα που μάθαμε, ότι τα κόμματα διαχρονικώς είναι διαηλικιακές συναθροίσεις, στη βάση των κοινών ιδεολογικών αντιλήψεων.
Προσεγγίζοντας όμως προσεκτικά τα στοιχεία παρατηρούμε ότι υπάρχουν γενιές που αναλώθηκαν στις καταστροφές, γενιές που έπλασαν οράματα, γενιές που δημιούργησαν πλούτο και σφετερίστηκαν αυτόν και γενιές που στη συνέχεια συνηθισμένες στην ευμάρεια αντιτάχθηκαν σθεναρά σε όλα εκείνα τα δεδομένα, που ερχόμενα ορμητικά, αμφισβήτησαν το κυρίαρχο μοντέλο ζωής. Κι έτσι αντί για εργάτες και καπιταλιστές, μιλάμε για τη γενιά του ’30, την μεταπολεμική γενιά, τη γενιά της αμφισβήτησης και οικολογίας και τώρα τη γενιά που καταλαμβάνει σ’ όλο τον κόσμο πλατείες, μιλώντας εναντίον της ολιγαρχίας των τραπεζών και της λιτότητας, τη γενιά που δεν κατεβαίνει να ψηφίσει, αλλά που εναντιώνεται σε όλα εκείνα που την πλήττουν, με πρώτη την ανεργία.
Παρατηρώντας τις διάφορες έρευνες που έγιναν στην Ευρώπη με βάση τις ευρωεκλογές του 2009 και τη συμμετοχή σ’ αυτές, παρατηρούμε αυτά τα συγκεκριμένα φαινόμενα. Δηλαδή την εν γένει κομματική αδιαφορία, την απέχθεια στην πολιτική συμμετοχή (από τους 20ρηδες), αλλά και τη ριζοσπαστικοποίηση των συνθημάτων τους, βλέποντας ότι οι αμέσως προηγούμενες γενιές τους τρώνε το ψωμί τους (και το μέλλον τους), με όλη τούτη τη λιτότητα που αποδέχονται ή έχουν επιβάλει, για να συγκρατήσουν τα οικονομικά κέρδη τους, που αποκόμισαν από το παρελθόν.
Με δυο λόγια ο Τσίπρας μέσω του δημοψηφίσματος, κέρδισε καινούργια πελατεία. Τους νέους που μπορεί στις εθνικές εκλογές να μην ψήφισαν το Σύριζα, αλλά ήταν έτοιμοι να πουν «όχι» στη μονοφαγιά των Ευρωπαίων και στο οικονομικό χάσμα στην Ελλάδα. Δηλαδή από την μια, ανάμεσα στους «προνομιούχους» μισθωτούς (που έχουν ακόμη δουλειά) και στους συνταξιούχους που πρόλαβαν και πήραν σύνταξη κι εφάπαξ (χάρηκαν την ευημερία των προηγούμενων χρόνων) και από την άλλη στους νεότερους, που γι’ αυτούς το σήμερα και το αύριο (ακόμη κι ως λέξη) η σύνταξη ή η κοινωνική αρωγή, είναι πλέον άγνωστες λέξεις. Μήπως λοιπόν ο Τσίπρας είναι στα όρια των 40άρηδων που έχουν από πάνω τους συμπατριώτες του πρώην καλού ευρώ κι από κάτω τους σκλαβωμένους του κακού ευρώ; Μήπως λοιπόν τσιμπάει δημοσκοπικά κι από τους δύο;
Και το δικό μας διά ταύτα έρχεται επί της ουσίας. Πώς μπορείς να κάνεις αυτό το νέο κόσμο μια κινητήρια δύναμη προς τις ανατροπές, αλλά με οικολογικό πρόσημο; Υπάρχει ένα πλάνο από του Οικολόγους, για να φέρουν κοντά τους αδιάφορους ή απλώς η πολιτική οικολογία γερνάει δυστυχώς με τους πολιτικάντηδες του χώρου, που δεν έμαθαν να χάνουν τις κομματικές και θεσμικές θεσούλες τους; Μήπως δηλαδή η μη ανανέωση των προσώπων έχει σχέση και με τη μη ανανέωση των αντιλήψεων;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου